- νοερητόκος
- νοερητόκος, -ον (Α)(για τον Θεό) αυτός από τον οποίο εκπορεύεται κάθε νόηση, ο δημιουργός νοερών, πνευματικών πραγμάτων.[ΕΤΥΜΟΛ. < νοερός + -τόκος (< τίκτω), πρβλ. ζωο-τόκος. Το -η- τού τ. αντί τού -ο- οφείλεται σε μετρικούς λόγους προς αποφυγή τών συνεχών βραχειών συλλαβών].
Dictionary of Greek. 2013.